- υιοπατορία
- η / υἱοπατορία, ΝΜΑ, και υἱοπατερία Μ [υἱοπάτωρ, -ορος]εκκλ. χριστιανική αίρεση κατά την οποία τα δύο πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, Πατήρ και Υιός, συνενώνονται σε ένα, αυτό τού Πατέρα, που έγινε άνθρωπος και πήρε τη μορφή τού Ιησού Χριστού.
Dictionary of Greek. 2013.